λευκαίνει

λευκαίνει
λευκαίνω
make white
pres ind mp 2nd sg
λευκαίνω
make white
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λευκαντής — ο, θηλ. λευκάντρια (AM λευκαντής) [λευκαίνω] αυτός που λευκαίνει κάτι νεοελλ. 1. ο ειδικός τεχνίτης που έχει ως έργο να λευκαίνει ή να αποχρωματίζει φυσικά ή τεχνητά προϊόντα 2. (χημ. τεχνολ.) στερεά ή υγρή χημική ουσία που χρησιμοποιείται για τη …   Dictionary of Greek

  • MOROCHTHIS Gemma — Dioscoridi λευκογραφὶς et γαλαζίας; Aetio μοροζὸς, ab Aegyptiis adhibita olim, ad dealbanda lintea: ᾧ χρῶνται, inquit, ςτιλπνοῦντες τὰς ὀςθόνας. Dioscorides, ᾧ καὶ ὁι ὀςθονοποιοὶ πρὸς λεύκωσιν τῶ ἱματίων χρῶνται, μαλακῷ καὶ ἐυανέτῳ ὄντι. Colore… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αγγουρόνερο — τό ο χυμός τού αγγουριού που χρησιμοποιείται ως καλλυντικό τού προσώπου. Έχει την ιδιότητα να τονώνει και να λευκαίνει το δέρμα και, ιδιαίτερα, να σφίγγει τους πόρους (βλ. και αγγούρι). [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγούρι + νερό] …   Dictionary of Greek

  • εριοπλύτης — ἐριοπλύτης, ὁ (Α) αυτός που πλένει ή λευκαίνει έρια, γναφέας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < έριο( ν) + πλύτης (< πλύνω)] …   Dictionary of Greek

  • στιβείον — τὸ, Α [στιβεύς / στιβεύω] το έργο, η εργασία εκείνου που πλένει και λευκαίνει πατώντας τα με τα πόδια μαλλιά ή μάλλινα υφάσματα …   Dictionary of Greek

  • στιβεύς — και στειβεύς, έως, ὁ, Α 1. οδοιπόρος, ταξιδιώτης 2. τεχνίτης που πλένει και λευκαίνει τα μάλλινα ρούχα πατώντας τα με τα πόδια 3. ιχνηλάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < στίβος* + επίθημα εύς (πρβλ. στιγ εύς). Ο τ. στειβεύς κατά τον φωνηεντισμό τού ρ. στείβω*] …   Dictionary of Greek

  • λευκαντής — λευκαντής, ο και λευκαστής, ο θηλ. άντρ(ι)α ο τεχνίτης που λευκαίνει διάφορα προϊόντα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”